- επιχράω
- (I)ἐπιχράω (Α)αγγίζω την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά («τυτθόν ἐπέχραε δέρμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιχράω (II). Η σημ. «αγγίζω ελαφρά» απαντά στους μεταγενέστερους ποιητές].————————(II)ἐπιχράω (Α)1. επιτίθεμαι, εφορμώ («ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισιν», Ομ. Ιλ.)2. (για άνεμο) είμαι ορμητικός, δυνατός3. είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι4. αναγκάζω («...ἀνάγκης, ἢ με καὶ ἐνθάδε νεῑσθαι ἐπέχραεν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χράω (I) «επιπίπτω, επιτίθεμαι»].————————(III)ἐπιχράω (Α)1. δανείζω επί πλέον2. μέσ. ἐπιχράομαια) χρησιμοποιώ επίσηςβ) έχω συναλλαγές ή στενές σχέσεις με κάποιον («αἱ ἐπιχρεώμεναι [αὐτῇ] μάλιστα γυναῑκες», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χράω (II) «κηρύσσω, αναγγέλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.